- ἐκλεκτῆς
- ἐκλεκτόςpicked outfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
κιλότο — το εκλεκτής ποιότητας κομμάτι κρέας, άπαχο, από το τελευταίο τμήμα τής ράχης βοδιού, πίσω από το φιλέτο και πάνω από το μπούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. culotte] … Dictionary of Greek
κουμανταρία — η (Μ κουμανταρία) γλυκό κρασί εκλεκτής ποιότητας που παράγεται στην Κύπρο και στη Θήρα, συνήθως από μαύρα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιταλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
λευκόπυρος — λευκόπυρος, ὁ (Α) αλεύρι εκλεκτής ποιότητας, σιμιγδαλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πυρός «αλεύρι»] … Dictionary of Greek
μαχλούζιν — μαχλούζιν, τὸ (Μ) 1. εκκοκισμένο βαμβάκι 2. συνεκδ. εκλεκτής ποιότητας βαμβακερό ύφασμα ή ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. mahluc] … Dictionary of Greek
νερολί — το χημ. αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη τών ανθέων τής νεραντζιάς και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία για την παρασκευή εκλεκτής κολώνιας και άλλων αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neroli < ιταλ. neroli… … Dictionary of Greek